- σκάνδυξ
- ο / σκάνδυξ, -υκος, ἡ, ΝΑβλ. σκάνδιξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάνδιξ — και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, ικος και σκάνδυξ, υκος, ἡ, ΝΑ βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή τής τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι… … Dictionary of Greek
кандык — бот., растение собачий зуб, Erythronium dens canis . Заимств. из тюрк.: ср. алт., саг., тел., койб. kandyk – то же (Радлов 2, 124); см. Корш, Акад. Сл. 4, 354; Бернекер 1, 481; Локоч 85. Неприемлемо произведение из греч. σκάνδυξ, вопреки… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера